- κακοψυχώ
- και κακοψυχάω (Μ κακοψυχῶ) [κακόψυχος]βασανίζομαι στα τελευταία μου, δύσκολα βγαίνει η ψυχή μουνεοελλ.καταριέμαι κάποιον να έχει κακό ξεψύχισμα, να βασανιστεί στα τελευταία τουμσν.1. ασθενώ βαριά2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κακοψυχημένος, -η, -ονβαριά ασθενής, ετοιμοθάνατος.
Dictionary of Greek. 2013.