κακοψυχώ

κακοψυχώ
και κακοψυχάω (Μ κακοψυχῶ) [κακόψυχος]
βασανίζομαι στα τελευταία μου, δύσκολα βγαίνει η ψυχή μου
νεοελλ.
καταριέμαι κάποιον να έχει κακό ξεψύχισμα, να βασανιστεί στα τελευταία του
μσν.
1. ασθενώ βαριά
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κακοψυχημένος, -η, -ον
βαριά ασθενής, ετοιμοθάνατος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοψυχώ — και κακοψυχάω κακοψύχησα, έχω κακό ξεψύχισμα: Κακοψύχησε στα τελευταία του ο καημένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοψύχι — το [κακοψυχώ] 1. κατάρα που απευθύνεται σε κάποιον να έχει κακό η ψυχή του, να κακοθανατίσει 2. η τάση τών εγκύων για εμετό, η ναυτία τής εγκυμοσύνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”